κουρκουμπίνι, το, ουσ. [άγν. ετυμ.] συνήθως στον πλ. τα κουρκουμπίνια, λαϊκό γλύκισμα από φύλλο και σιρόπι σε σχήμα μικρού κύβου: «όταν ήμασταν μικρά παιδιά, μας άρεζαν πολύ τα κουρκουμπίνια»·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «μην του έχεις και πολλή εμπιστοσύνη, γιατί έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του».